- μόνος
- -η, -ο (ΑΜ μόνος, -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, -η, -ον, δωρ. τ. μῶνος, -η, -ον)1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.)2. στερημένος από άλλους, απομονωμένος, εγκατελειμμένος(α. «έμεινε μόνος στον κόσμο μετά τον θάνατο τής γυναίκας τουβ. «πάντων ἄμμορος ἐν βίῳ κεῑται μοῡνος ἀπ' ἄλλων», Σοφ.)3. μοναδικός στο είδος του, εξαιρετικός (α. «είναι ο μόνος που μπορεί να βρει λύση στο πρόβλημά σου» β. «μόνην κυήσασαν Θεὸν τόν ἀναλλοίωτον», Μηναί.4. (το ουδ. ως επίρρ.) μόνο(ν)αποκλείοντας κάθε άλλον ή κάθε άλλη περίπτωση, αποκλειστικά, μονάχα (α. «μόνο μέσα σε έναν χρόνο στην Ελλάδα καίγονται εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασών» β. «μόνο κάθε Τρίτη έχει επισκεπτήριο» γ. «μόνον Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ πάντων μεγίστῳ Ζηνὶ συγγένοιτο νῷν», Αισχύλ.)5. φρ. α) «μόνος και έρημος»(εμφαντικά) εντελώς απομονωμένος, ολομόναχοςβ) «όχι μόνο..., αλλά και», «όχι μόνον..., αλλά ούτε», «οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί», «οὐ μόνον..., ἀλλ' οὐδέ» — χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις επιδοτικής συμπλοκήςγ) «κατά μόνας» — κατ' ιδίαν, χωρίς την παρουσία άλλου, απομονωμένανεοελλ.φρ. α) «από μόνος μου, σου, του...» — απρόσκλητος, αφ' εαυτού («ήλθα από μόνος μου»)β) «μόνο και μόνο» — χρησιμοποιείται για επίταση τής αποκλειστικότηταςνεοελλ.-μσν.1. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του, μας, σας, τους) α) δηλώνει αυτοπάθεια («μόνος του σκοτώθηκε»)β) δηλώνει αυτόματη ενέργειαγ) αυτοπροσώπως, εγώ ο ίδιος χωρίς τη μεσολάβηση ή τη βοήθεια άλλου («θα πάω μόνος μου και θα τού μιλήσω»)2. άγαμος, ανύπαντρος3. (για κράτος) χωρίς συμμάχους4. αβοήθητος5. (το ουδ. ως επίρρ.) α) (για δήλωση εξαίρεσης) παρά, εκτός, παρά μόνο («δεν έχει κανέναν στον κόσμο, μόνο έναν μακρινό εξάδελφο»)β) αλλά, όμως, εν τούτοις («σού υπόσχομαι ότι θα τό τελειώσω, μόνο που δεν ξέρω πότε»)γ) (με βουλητική πρόταση για να δηλωθεί όρος, προϋπόθεση) αρκεί να..., φτάνει να... («θα σέ αφήσω να πας, μόνο να προσέχεις»)6. φρ. «μόνο που δεν...» ή «μόνον πως δεν...» — λίγο έλειψε να...μσν.1. ίδιος, όμοιος2. (για τόπο) απόμερος3. (το ουδ. ως σύνδ.) λοιπόν4. φρ. «μόνον και...» — έστω και...μσν.-αρχ.ένας μόνο, ένας («τάδ' ἐκ δυοῑν ἔρρωγεν, οὐ μόνου κακά», Σοφ.)αρχ.1. διακεκριμένος, μοναδικός σε κάτι («[επέδειξε] σαφέστατα μόνος ἀνθρώπων», Λυσ.)2. φρ. μόνον οὐ» — σχεδόν3. (στον υπερθ.) μονώτατος, -άτη, -ον- ένας και μόνος, πάνω από όλους τους άλλους, καλύτερος από όλους τους άλλους4. αυτός που κατασκευάστηκε σε ένα κομμάτι5. (η δοτ. τού θηλ. ως επίρρ.) μόνηαποκλειστικά, μονάχα.επίρρ...μόνως (Α)μόνον, αποκλειστικά, μονάχα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττ. τ. μόνος έχει προέλθει από *μον-Fος (με επίθημα Fos, πρβλ. ὅλος < *ολ-Fος, οἷος < οι-Fος) με απλοποίηση τού συμπλέγματος -νF- χωρίς αντέκταση, ενώ ο ιων. τ. μοῦνος και ο δωρ. μῶνος είναι προϊόντα αντέκταση ς (πρβλ. *oδ-Fος > οὐδός ιων., ὠσός δωρ., ὀδός αττ.). Η σύνδεση τής λ. με το επίθ. μανός «χαλαρός, αραιός» και με το ρ. μινύθω προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες.ΠΑΡ. μονάδα(-άς), μονάζω, μονώνω (-όω)αρχ.μονάδην, μοναδόν, μοναχού, μονόθεν, μονώδηςαρχ.-μσν.μοναχώς, μονία (II), μονιός, μονότηςμσν.- νεοελλ.μόνιος.ΣΥΝΘ. Για σύνθ. με α' συνθετικό μόνος βλ. μον(ο)-. (Β συνθετικό) κατάμονοςνεοελλ.πεντάμονος.
Dictionary of Greek. 2013.